ζωντανεύω — ζωντανεύω, ζωντάνεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζωντανεύω — [ζωντανός] 1. επαναφέρω κάποιον στη ζωή, τόν αναζωογονώ, τόν ξαναζωντανεύω 2. μτφ. περιγράφω ή απεικονίζω κάτι με τόση παραστατικότητα, ώστε ο ακροατής, ο αναγνώστης ή ο θεατής να νομίζει ότι το βλέπει πράγματι να εξελίσσεται μπροστά του 3.… … Dictionary of Greek
εμψυχώνω — και εμψυχώ ( όω) (AM ἐμψυχῶ, Μ και ἐμψυχώνω) 1. καθιστώ κάτι ή κάποιον ζωντανό, έμψυχο, ζωντανεύω, δίνω ζωή, επαναφέρω στη ζωή («ἐνεψύχωσε δ ὁ γλύπτας τὸν λίθον», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω, τονώνω, δίνω δύναμη, εμπνέω θάρρος («το… … Dictionary of Greek
αζωντάνευτος — η, ο [ζωντανεύω] 1. αυτός που δεν μπορεί να επανέλθει στη ζωή 2. ο δίχως ζωηρότητα ή ενεργητικότητα, αζωήρευτος … Dictionary of Greek
αισθητοποιώ — κάνω κάτι αισθητό, τόσο σαφές ώστε να νομίζει κανείς ότι τό βλέπει μπροστά του, αποσαφηνίζω, ζωντανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισθητός + ποιώ. ΠΑΡ. αισθητοποίηση] … Dictionary of Greek
εξυπνώ — (I) και ξυπνώ, άω (Μ ἐξυπνῶ, άω και έω) 1. σηκώνω κάποιον απ τον ύπνο, αφυπνίζω 2. σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι 3. συνέρχομαι, αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα 4. (για νεκρό) ζωντανεύω, ανασταίνομαι νεοελλ. φρ. «δεν εξύπνησε ακόμη» δεν… … Dictionary of Greek
επαναφέρω — (AM ἐπαναφέρω) νεοελλ. 1. φέρνω πίσω, ξαναφέρνω 2. αποκαθιστώ («επανέφερε την τάξη») 3. θέτω εκ νέου, προβάλλω μσν. ζωντανεύω, ανασταίνομαι αρχ. μσν. συνέρχομαι, αναλαμβάνω, ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου αρχ. 1. αναφέρω, αποδίδω κάτι σε κάποιον… … Dictionary of Greek
ζωγρώ — ζωγρῶ, έω (AM) (για ανθρώπους) συλλαμβάνω κάποιον ζωντανό, αιχμαλωτίζω αρχ. 1. αλιεύω 2. μτφ. προσελκύω οπαδούς 3. διατηρώ ζωντανό κάποιον 4. επαναφέρω στη ζωή, αναζωογονώ, ζωντανεύω, δροσίζω 5. παθ. ζωγροῡμαι, έομαι προσελκύομαι υπό την επίδραση … Dictionary of Greek
ζωντάνευμα — και ζωντάνεμα, το [ζωντανεύω] 1. η επαναφορά στη ζωή, αναβίωση, αναζωογόνηση, ξαναζωντάνεμα 2. μτφ. ζωντανή περιγραφή ή αφήγηση αντικειμένου ή γεγονότος … Dictionary of Greek
καταζωούμαι — (I) καταζωοῡμαι, έομαι (Μ) αποκτώ ζωή, ζωντανεύω. (II) καταζωοῡμαι, όομαι (Μ) παίρνω πάλι ζωή, ανασταίνομαι … Dictionary of Greek